πυρόσκαφο

πυρόσκαφο
το, Ν
ναυτ. παλαιότερη ονομασία τών πρώτων ατμόπλοιων, σε αντιδιαστολή προς τα κωπήλατα και τα ιστιοφόρα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σκάφος. Η λ., στον λόγιο τ. πυρόσκαφον, μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”