- πυρόσκαφο
- το, Νναυτ. παλαιότερη ονομασία τών πρώτων ατμόπλοιων, σε αντιδιαστολή προς τα κωπήλατα και τα ιστιοφόρα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σκάφος. Η λ., στον λόγιο τ. πυρόσκαφον, μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.